↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δανειοδότης οι δανειοδότες
      γενική του δανειοδότη των δανειοδοτών
    αιτιατική τον δανειοδότη τους δανειοδότες
     κλητική δανειοδότη δανειοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανειοδότης < δάνειο + -ο- + -δότης ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kreditgeber)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανειοδότης αρσενικό (θηλυκό δανειοδότρια)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία