δανειοδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δανειοδότης < δάνειο + -ο- + -δότης ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kreditgeber)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδανειοδότης αρσενικό (θηλυκό δανειοδότρια)
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) κάποιος που δίνει / χορηγεί δάνειο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δανειοδότης
|
Πηγές
επεξεργασία- δανειοδότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δανειοδότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- δανειοδότης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)