Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαχρονικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαχρονικώς
<
διαχρονικός
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
διαχρονικώς
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
διαχρονικά
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διατοπικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαχρονικώς
→
δείτε
τη λέξη
διαχρονικά