Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαχρονικός η διαχρονική το διαχρονικό
      γενική του διαχρονικού της διαχρονικής του διαχρονικού
    αιτιατική τον διαχρονικό τη διαχρονική το διαχρονικό
     κλητική διαχρονικέ διαχρονική διαχρονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαχρονικοί οι διαχρονικές τα διαχρονικά
      γενική των διαχρονικών των διαχρονικών των διαχρονικών
    αιτιατική τους διαχρονικούς τις διαχρονικές τα διαχρονικά
     κλητική διαχρονικοί διαχρονικές διαχρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diachronique < diachronie < αρχαία ελληνική διά + χρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

διαχρονικός

  1. που αντέχει στο χρόνο, που δεν χάνει την αξία του στο χρόνο
  2. που έχει σχέση με τη διαχρονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
     αντώνυμα: συγχρονικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία