διαχρονικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διαχρονικά < διαχρονικός
Επίρρημα επεξεργασία
διαχρονικά
- σε όλες τις εποχές
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαχρονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαχρονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαχρονικό