Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ka.ʁɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
macaron macarons

macaron (fr) αρσενικό

  1. κονκάρδα
  2. γαλλικό στρόγγυλο γλυκό που περιέχει κυρίως αμύγδαλα και ζάχαρη