↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονκάρδα οι κονκάρδες
      γενική της κονκάρδας των κονκαρδών
    αιτιατική την κονκάρδα τις κονκάρδες
     κλητική κονκάρδα κονκάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονκάρδα < (οπτικό δάνειο) γαλλική cocarde με προσθήκη ⟨ν⟩ όπως άλλα δάνεια με κον- con- + [1] < μέση γαλλική coquard (περήφανος, ματαιόδοξος (όπως ο κόκορας)[2] < παλαιά γαλλική coquarde / quoquart < coq (κόκορας) (< λατινική coccus) + -ard
Επίσης, δείτε τη Συζήτηση:κονκάρδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koŋˈkaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κον‐κάρ‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονκάρδα θηλυκό

  • φορέας μηνύματος ή σήματος συνήθως κυκλικός από διάφορα υλικά που τοποθετείται στο πέτο (ή και αλλού) και με τον οποίο δηλώνεται η προτίμηση μας σ' ένα κόμμα, μια ιδέα, έναν αθλητικό σύλλογο, ή ότι συμμετέχουμε σε συνέδριο
    άλλες μορφές: με προφορά κογκάρδα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κονκάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κονκάρδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.