μελίτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελίτωμα < (ελληνιστική κοινή) μελίτωμα < μελιτόομαι < αρχαία ελληνική μέλι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈli.to.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελίτωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μέλι