μελίρρυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελίρρυτος < αρχαία ελληνική μελίρρυτος
Επίθετο επεξεργασία
μελίρρυτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελίρρυτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μελίρρυτος
- αυτός που στάζει (ρέει) από το στόμα του μέλι
- (μεταφορικά) ο γλυκομίλητος