γλυκομίλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκομίλητος < μεσαιωνική ελληνική γλυκομίλητος < γλυκομιλώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣli.koˈmi.li.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαγλυκομίλητος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλυκομίλητος