Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκομίλητος η γλυκομίλητη το γλυκομίλητο
      γενική του γλυκομίλητου της γλυκομίλητης του γλυκομίλητου
    αιτιατική τον γλυκομίλητο τη γλυκομίλητη το γλυκομίλητο
     κλητική γλυκομίλητε γλυκομίλητη γλυκομίλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκομίλητοι οι γλυκομίλητες τα γλυκομίλητα
      γενική των γλυκομίλητων των γλυκομίλητων των γλυκομίλητων
    αιτιατική τους γλυκομίλητους τις γλυκομίλητες τα γλυκομίλητα
     κλητική γλυκομίλητοι γλυκομίλητες γλυκομίλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκομίλητος < μεσαιωνική ελληνική γλυκομίλητος < γλυκομιλώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣli.koˈmi.li.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

γλυκομίλητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία