ενικός         πληθυντικός  
bee bees

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bee (en)

  • (έντομο) η μέλισσα
    ⮡  The bees are sitting in the flowers.
    Οι μέλισσες κάθονται πάνω στα λουλούδια.