Δείτε επίσης: abeillé, Abeille
      ενικός         πληθυντικός  
abeille abeilles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abeille < οξιτανική abelha < λατινική apicula

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bɛj/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abeille (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία