apicultrice
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- apicultrice < θηλυκό του apiculteur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
apicultrice | apicultrices |
apicultrice (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
apicultrice | apicultrices |
apicultrice (fr) θηλυκό