apiculteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- apiculteur < Από το λατινικό apis, μέλισσα, με την επίδραση του agriculteur.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pi.kyl.tœʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαapiculteur (fr) αρσενικό, apicultrice θηλυκό
apiculteur (fr) αρσενικό, apicultrice θηλυκό