Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελισσοφάγος οι μελισσοφάγοι
      γενική του μελισσοφάγου των μελισσοφάγων
    αιτιατική τον μελισσοφάγο τους μελισσοφάγους
     κλητική μελισσοφάγε μελισσοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μελισσοφάγος

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελισσοφάγος < μέλισσο- (< μέλισσα) + -φάγος (<τρώγω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελισσοφάγος αρσενικό

  • (πτηνό) πτηνό που ανήκει στην οικογένεια Μεροπίδες (Meropidae). Χαρακτηρίζεται από πολύχρωμα φτερά, μακρύ και στενό κορμί και συνήθως μακριά φτερά στην ουρά.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία