μελισσοκομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελισσοκομείο < μελισσοκόμος + -είο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.li.so.koˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λισ‐σο‐κο‐μεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελισσοκομείο ουδέτερο
μελισσοκομείο ουδέτερο