Δείτε επίσης: Μελισσώνας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελισσώνας οι μελισσώνες
      γενική του μελισσώνα των μελισσώνων
    αιτιατική τον μελισσώνα τους μελισσώνες
     κλητική μελισσώνα μελισσώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελισσώνας < ελληνιστική κοινή μελισσών < αρχαία ελληνική μέλισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.liˈso.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λισ‐σώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελισσώνας αρσενικό

  1. χώρος (μέρος) διαμονής και εκτροφής μελισσών
  2. χώρος όπου έχουν τοποθετηθεί οι κυψέλες των μελισσών

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία