μελισσοκομία

Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μελισσοκομία < μελισσοκόμος + -ία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μελισσοκομία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μελισσοκόμος και μέλισσα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μελισσοκομία