εργασίες μελισσοκομίας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελισσοκομία οι μελισσοκομίες
      γενική της μελισσοκομίας των μελισσοκομιών
    αιτιατική τη μελισσοκομία τις μελισσοκομίες
     κλητική μελισσοκομία μελισσοκομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελισσοκομία < μελισσοκόμος + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.li.so.koˈmi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελισσοκομία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία