abelkulturo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelkulturo | abelkulturoj |
αιτιατική | abelkulturon | abelkulturojn |
abelkulturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelkulturo | abelkulturoj |
αιτιατική | abelkulturon | abelkulturojn |
abelkulturo (eo)