abelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelo | abeloj |
αιτιατική | abelon | abelojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabelo (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abelo | abeli |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabelo (io)