pszczelarstwo
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
pszczelarstwo (pl) < pszczoła (pl) + -arstwo
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʃt͡ʃ̑ɛˈlarstfɔ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
pszczelarstwo (pl) ουδέτερο
pszczelarstwo (pl) < pszczoła (pl) + -arstwo
pszczelarstwo (pl) ουδέτερο