μελισσοβότανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελισσοβότανο < (ελληνιστική κοινή) μελισσοβότανον < αρχαία ελληνική μέλισσα + -ο- + βοτάνη + -ον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελισσοβότανο ουδέτερο
- (φυτό) μονοετές βότανο (είδος μέντας, Melissa officinalis) της οικογένειας Χειλανθή
Ταυτόσημο επεξεργασία
- μελισσόχορτο
- μέλισσα η φαρμακευτική