πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαγκωνιά οι δαγκωνιές
      γενική της δαγκωνιάς των δαγκωνιών
    αιτιατική τη δαγκωνιά τις δαγκωνιές
     κλητική δαγκωνιά δαγκωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δαγκωνιά < δαγκών(ω) + -ιά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δαγκωνιά και δαγκανιά θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαγκώνω
      του έκοψα μια δαγκωνιά για να μάθει!
     συνώνυμα: δαγκωματιά
  2. το αποτύπωμα που αφήνει ένα δάγκωμα
     συνώνυμα: δαγκωματιά
  3. μικρή ποσότητα τροφής
      δεν πρόλαβε να φάει μια δαγκωνιά ψωμί
     συνώνυμα: δαγκωματιά, μπουκιά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη δαγκώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία