δαγκωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαγκωνιά | οι | δαγκωνιές |
γενική | της | δαγκωνιάς | των | δαγκωνιών |
αιτιατική | τη | δαγκωνιά | τις | δαγκωνιές |
κλητική | δαγκωνιά | δαγκωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaŋ.ɡoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐γκω‐νιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαγκωνιά και δαγκανιά θηλυκό
- η ενέργεια του δαγκώνω
- ⮡ του έκοψα μια δαγκωνιά για να μάθει!
- ≈ συνώνυμα: δαγκωματιά
- το αποτύπωμα που αφήνει ένα δάγκωμα
- μικρή ποσότητα τροφής
- ⮡ δεν πρόλαβε να φάει μια δαγκωνιά ψωμί
- ≈ συνώνυμα: δαγκωματιά, μπουκιά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δαγκώνω