Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαγκωματιά οι δαγκωματιές
      γενική της δαγκωματιάς των δαγκωματιών
    αιτιατική τη δαγκωματιά τις δαγκωματιές
     κλητική δαγκωματιά δαγκωματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαγκωματιά < δάγκωμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαγκωματιά θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαγκώνω
    του έδωσα μια δαγκωματιά για να μάθει!
     συνώνυμα: δαγκωνιά
  2. το αποτύπωμα που αφήνει ένα δάγκωμα
     συνώνυμα: δαγκωνιά
  3. μικρή ποσότητα τροφής
     συνώνυμα: δαγκωνιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία