morsure
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- morsure < mors
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
morsure | morsures |
morsure (fr) θηλυκό
- το δάγκωμα, η δαγκωματιά
- το τσούξιμο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη mordre