Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

morsure < mors

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
morsure morsures

morsure (fr) θηλυκό

  1. το δάγκωμα, η δαγκωματιά
  2. το τσούξιμο


Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  mordre