Ετυμολογία

επεξεργασία
nibble < μέση άνω γερμανική nibbelen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɪbl/

nibble (en)

  1. τσιμπολογώ, δαγκώνω
    • δαγκώνω παιχνιδιάρικα
  2. τρώω πρόχειρα κάτι λίγο