nip
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
nip (en)
Ρήμα επεξεργασία
nip (en)
Έκφραση επεξεργασία
- nip in: παρεισφρέω, εμφιλοχωρώ, παρεμβαίνω
Αλβανικά (sq) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nip < πρωτοαλβανική *nepō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *népōt «ανιψιός, εγγονός». Συγγενές με το λατινικά nepos και το σανσκριτικό नपात् (nápat-).
Ουσιαστικό επεξεργασία
nip (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: nipi) (πληθυντικός nipa και nipër)