εμφιλοχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμφιλοχωρώ < ελληνιστική κοινή ἐμφιλοχωρέω / ἐμφιλοχωρῶ < αρχαία ελληνική φιλοχωρέω / φιλοχωρῶ < φίλος + χῶρος
Ρήμα
επεξεργασίαεμφιλοχωρώ
- (λόγιο) αγαπώ να μένω, να διαμένω, να φοιτώ, να κατοικώ κάπου
- (λόγιο) εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, εμφανίζομαι
- ⮡ "εμφιλοχώρησαν τυπογραφικά λάθη"
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμφιλοχωρώ | εμφιλοχωρούσα | θα εμφιλοχωρώ | να εμφιλοχωρώ | εμφιλοχωρώντας | |
β' ενικ. | εμφιλοχωρείς | εμφιλοχωρούσες | θα εμφιλοχωρείς | να εμφιλοχωρείς | (εμφιλοχώρει) | |
γ' ενικ. | εμφιλοχωρεί | εμφιλοχωρούσε | θα εμφιλοχωρεί | να εμφιλοχωρεί | ||
α' πληθ. | εμφιλοχωρούμε | εμφιλοχωρούσαμε | θα εμφιλοχωρούμε | να εμφιλοχωρούμε | ||
β' πληθ. | εμφιλοχωρείτε | εμφιλοχωρούσατε | θα εμφιλοχωρείτε | να εμφιλοχωρείτε | εμφιλοχωρείτε | |
γ' πληθ. | εμφιλοχωρούν(ε) | εμφιλοχωρούσαν(ε) | θα εμφιλοχωρούν(ε) | να εμφιλοχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμφιλοχώρησα | θα εμφιλοχωρήσω | να εμφιλοχωρήσω | εμφιλοχωρήσει | ||
β' ενικ. | εμφιλοχώρησες | θα εμφιλοχωρήσεις | να εμφιλοχωρήσεις | εμφιλοχώρησε | ||
γ' ενικ. | εμφιλοχώρησε | θα εμφιλοχωρήσει | να εμφιλοχωρήσει | |||
α' πληθ. | εμφιλοχωρήσαμε | θα εμφιλοχωρήσουμε | να εμφιλοχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | εμφιλοχωρήσατε | θα εμφιλοχωρήσετε | να εμφιλοχωρήσετε | εμφιλοχωρήστε | ||
γ' πληθ. | εμφιλοχώρησαν εμφιλοχωρήσαν(ε) |
θα εμφιλοχωρήσουν(ε) | να εμφιλοχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμφιλοχωρήσει | είχα εμφιλοχωρήσει | θα έχω εμφιλοχωρήσει | να έχω εμφιλοχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμφιλοχωρήσει | είχες εμφιλοχωρήσει | θα έχεις εμφιλοχωρήσει | να έχεις εμφιλοχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εμφιλοχωρήσει | είχε εμφιλοχωρήσει | θα έχει εμφιλοχωρήσει | να έχει εμφιλοχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμφιλοχωρήσει | είχαμε εμφιλοχωρήσει | θα έχουμε εμφιλοχωρήσει | να έχουμε εμφιλοχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμφιλοχωρήσει | είχατε εμφιλοχωρήσει | θα έχετε εμφιλοχωρήσει | να έχετε εμφιλοχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εμφιλοχωρήσει | είχαν εμφιλοχωρήσει | θα έχουν εμφιλοχωρήσει | να έχουν εμφιλοχωρήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφιλοχωρώ
|