εμφιλοχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμφιλοχώρηση | οι | εμφιλοχωρήσεις |
γενική | της | εμφιλοχώρησης* | των | εμφιλοχωρήσεων |
αιτιατική | την | εμφιλοχώρηση | τις | εμφιλοχωρήσεις |
κλητική | εμφιλοχώρηση | εμφιλοχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφιλοχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμφιλοχώρηση < εμφιλοχωρώ + -ση < ελληνιστική κοινή ἐμφιλοχωρέω / ἐμφιλοχωρῶ < αρχαία ελληνική φιλοχωρέω / φιλοχωρῶ < φίλος + χῶρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμφιλοχώρηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμφιλοχωρώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμφιλοχώρηση
|