ενεστώτας snap
γ΄ ενικό ενεστώτα snaps
αόριστος snapped
παθητική μετοχή snapped
ενεργητική μετοχή snapping

snap (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσακίζω, σπάω απότομα κάνοντας ήχο
    The strong wind snapped the branches off the tree./The strong wind snapped the tree branches.
    Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων.
  2. στρακάρω, κάνω στράκα, σχίζω τον αέρα με συριμό ο οποίος - κατά την κρούση σε επιφάνεια - διακόπτεται από σύντομο κρότο
  3. αρπάζω με τα δόντια, δαγκώνω, τσιμπώ
  4. τα παίρνω στο κρανίο, ξεσπώ νευρωτικά και θυμωμένα, παίρνω ανάποδες, έχω κρίση εκνευρισμού

Δείτε επίσης

επεξεργασία