snakebite
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
snakebite | snakebites |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
snakebite (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το δάγκωμα από φίδι
ενικός | πληθυντικός |
snakebite | snakebites |
snakebite (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)