↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουκαδόρος οι μπουκαδόροι
      γενική του μπουκαδόρου των μπουκαδόρων
    αιτιατική τον μπουκαδόρο τους μπουκαδόρους
     κλητική μπουκαδόρε μπουκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουκαδόρος < μπουκ(άρω) + -αδόρος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bu.kaˈðo.ɾos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουκαδόρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Διαφορετικής ετυμολογίας:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία