διάρρηξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάρρηξη | οι | διαρρήξεις |
γενική | της | διάρρηξης* | των | διαρρήξεων |
αιτιατική | τη | διάρρηξη | τις | διαρρήξεις |
κλητική | διάρρηξη | διαρρήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαρρήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάρρηξη < (ελληνιστική κοινή) διάρρηξις < αρχαία ελληνική διά + ῥήγνυμι (2, 3: (σημασιολογικό δάνειο) (γερμανικά) Εinbruch)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάρρηξη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) θραύση, σπάσιμο
- το να παραβιάζει κανείς κάποιον κλειδωμένο ή κλειστό χώρο, προκειμένου να κλέψει
- κλοπή
- η δημιουργία μιας ασυνέχειας, ενός ρήγματος
- διακοπή, ακύρωση
Συγγενικά
επεξεργασία- διαρρηγνύω
- διαρρήκτης
- διαρρηκτικός
- διαρρηκτός
- → δείτε τη λέξη ρήγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάρρηξη
ενός ρήγματος
|