Einbruch
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Einbruch | die | Einbrüche |
γενική | des | Einbruches Einbruchs |
der | Einbrüche |
δοτική | dem | Einbruch Einbruche |
den | Einbrüchen |
αιτιατική | den | Einbruch | die | Einbrüche |
- Einbruch < einbrechen
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEinbruch (de) αρσενικό