rupture
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rupture < παλαιά γαλλική rupture
Ουσιαστικό επεξεργασία
rupture (en)
- η ρήξη
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rupture | ruptures |
rupture (fr) θηλυκό