μπουκαδούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουκαδούρα | οι | μπουκαδούρες |
γενική | της | μπουκαδούρας | — | |
αιτιατική | την | μπουκαδούρα | τις | μπουκαδούρες |
κλητική | μπουκαδούρα | μπουκαδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bu.kaˈðu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐κα‐δού‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκαδούρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουκαδούρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπουκαδούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «Ημερίσιοι άνεμοι», ηλεκτρονικό μάθημα «Γενικής Μετεωρολογίας», Γεωλογική Σχολή του ΑΠΘ, στον ιστότοπο: geo.auth.gr· πρόσβαση: 2021-07-30.