Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλάσσια αύρα οι θαλάσσιες αύρες
      γενική της θαλάσσιας αύρας των θαλάσσιων αυρών
    αιτιατική τη θαλάσσια αύρα τις θαλάσσιες αύρες
     κλητική θαλάσσια αύρα θαλάσσιες αύρες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλάσσια αύρα < → δείτε τις λέξεις θαλάσσιος και αύρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θaˈla.si.a ˈa.vɾa/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θαλάσσια αύρα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «Ημερίσιοι άνεμοι», ηλεκτρονικό μάθημα «Γενικής Μετεωρολογίας», Γεωλογική Σχολή του ΑΠΘ, στον ιστότοπο: geo.auth.gr· πρόσβαση: 2021-07-30.