μπάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπάτης | οι | μπάτηδες |
γενική | του | μπάτη | των | μπάτηδων |
αιτιατική | τον | μπάτη | τους | μπάτηδες |
κλητική | μπάτη | μπάτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική batı < ιταλική vento d' imbatto. (Έχει προταθεί επίσης: < αρχαία ελληνική ἐμβάτης (αυτός που εμβαίνει/εισέρχεται από τη θάλασσα στην ξηρά))
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈba.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπάτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, άνεμος) η θαλάσσια αύρα
- ⮡ Η θαλάσσια μάζα θερμαίνεται βραδύτερα της στεριάς, η δε διαφορά θερμοκρασίας προκαλεί την οριζόντια κίνηση αέριων μαζών στη θέση των θερμότερων που ανέρχονται. Ιδιαίτερα στις παραλίες ο άνεμος αυτός ονομάζεται «θαλάσσια αύρα» ή μπάτης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπάτης