↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόγειος αύρα οι απόγειες αύρες
      γενική της απογείου αύρας των απογείων αυρών
    αιτιατική την απόγειο αύρα τις απόγειες αύρες
     κλητική απόγειε αύρα απόγειες αύρες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόγειος αύρα < → δείτε τις λέξεις απόγειος και αύρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.ʝi.os ˈa.vɾa/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

απόγειος αύρα θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Θαλάσσια αύρα, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών