μπαλκονόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαλκονόπορτα < μπαλκόν(ι) + -ό- + πόρτα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bal.koˈno.poɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαλ‐κο‐νό‐πορ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαλκονόπορτα θηλυκό
- πόρτα που οδηγεί σε μπαλκόνι
- ≈ συνώνυμα: εξωστόθυρα (λόγιο)