↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξωστόθυρα οι εξωστόθυρες
      γενική της εξωστόθυρας των εξωστοθύρων
    αιτιατική την εξωστόθυρα τις εξωστόθυρες
     κλητική εξωστόθυρα εξωστόθυρες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωστόθυρα < εξώστ(ης) + -ό- + θύρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.sosˈto.θi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξ‐ωσ‐τό‐θυ‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξωστόθυρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • εξωστόθυρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)