Ετυμολογία

επεξεργασία
orifice < λατινική orificium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.ʁi.fis/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
orifice orifices

orifice (fr) αρσενικό