ξεστομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεστομίζω
- λέω κάτι που δεν έπρεπε να πω
- τολμώ να πω κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστομίζω | ξεστόμιζα | θα ξεστομίζω | να ξεστομίζω | ξεστομίζοντας | |
β' ενικ. | ξεστομίζεις | ξεστόμιζες | θα ξεστομίζεις | να ξεστομίζεις | ξεστόμιζε | |
γ' ενικ. | ξεστομίζει | ξεστόμιζε | θα ξεστομίζει | να ξεστομίζει | ||
α' πληθ. | ξεστομίζουμε | ξεστομίζαμε | θα ξεστομίζουμε | να ξεστομίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεστομίζετε | ξεστομίζατε | θα ξεστομίζετε | να ξεστομίζετε | ξεστομίζετε | |
γ' πληθ. | ξεστομίζουν(ε) | ξεστόμιζαν ξεστομίζαν(ε) |
θα ξεστομίζουν(ε) | να ξεστομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστόμισα | θα ξεστομίσω | να ξεστομίσω | ξεστομίσει | ||
β' ενικ. | ξεστόμισες | θα ξεστομίσεις | να ξεστομίσεις | ξεστόμισε | ||
γ' ενικ. | ξεστόμισε | θα ξεστομίσει | να ξεστομίσει | |||
α' πληθ. | ξεστομίσαμε | θα ξεστομίσουμε | να ξεστομίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστομίσατε | θα ξεστομίσετε | να ξεστομίσετε | ξεστομίστε | ||
γ' πληθ. | ξεστόμισαν ξεστομίσαν(ε) |
θα ξεστομίσουν(ε) | να ξεστομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστομίσει | είχα ξεστομίσει | θα έχω ξεστομίσει | να έχω ξεστομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστομίσει | είχες ξεστομίσει | θα έχεις ξεστομίσει | να έχεις ξεστομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστομίσει | είχε ξεστομίσει | θα έχει ξεστομίσει | να έχει ξεστομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστομίσει | είχαμε ξεστομίσει | θα έχουμε ξεστομίσει | να έχουμε ξεστομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστομίσει | είχατε ξεστομίσει | θα έχετε ξεστομίσει | να έχετε ξεστομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστομίσει | είχαν ξεστομίσει | θα έχουν ξεστομίσει | να έχουν ξεστομίσει |
|