Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεστομίζω < ξε- + στόμα + -ίζω

ξεστομίζω

  1. λέω κάτι που δεν έπρεπε να πω
  2. τολμώ να πω κάτι

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία