Ετυμολογία

επεξεργασία
iacio < πρωτοϊταλική *jakjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(H)yéh₁-k-t < *(H)yeh₁- (πετώ, αφήνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi̯a.ki.oː/ & /ˈi̯äkioː/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ia‐ci‐o

iacio (la)

  1. ρίχνω, πετώ, εκσφενδονίζω
  2. σκορπίζω