Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθετοποίηση οι καθετοποιήσεις
      γενική της καθετοποίησης* των καθετοποιήσεων
    αιτιατική την καθετοποίηση τις καθετοποιήσεις
     κλητική καθετοποίηση καθετοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθετοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθετοποίηση < κάθετος + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική verticalization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθετοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία