Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθετοποιώ < καθετοποίηση + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική verticalize)

  Ρήμα επεξεργασία

καθετοποιώ (παθητική φωνή: καθετοποιούμαι)

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία