καθέτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθέτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθέτως < κάθετ(ος) + -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈθe.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θέ‐τως
- τονικό παρώνυμο: κάθετος
Επίρρημα
επεξεργασίακαθέτως
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάθετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθέτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάθετ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίακαθέτως
- (ελληνιστική κοινή) κάθετα, καθέτως, κατακόρυφα
- ※ 4ος/5ος αιώνας κε ⌘ Φιλοστόργιος, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, Αποσπάσματα στον Φώτιο, 3.10 @scaife.perseus
- Ὅτι κεῖσθαι τὸν παράδεισον οὗτος εἰκασίᾳ χρώμενος λέγει κατὰ τὰς ἰσημερίας τῆς Ἡοῦς, πρῶτον μὲν ἐξ ὧν τὰ πρὸς μεσημβρίαν δῆλά ἐστι πάντα οἰκούμενα σχεδὸν μέχρι τῆς ἔξω θαλάττης, ἣν θάλατταν ὀ ἥλιος ἤδη ξυμφλέγει καθέτως ἐπ᾿ αὐτῇ τὰς ἀκτῖνας ἐρείδων·
Πηγές
επεξεργασία- κάθετος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.