Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθέτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθέτως < κάθετ(ος) + -ως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈθe.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θέ‐τως
τονικό παρώνυμο: κάθετος

  Επίρρημα επεξεργασία

καθέτως

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθέτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάθετ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

καθέτως

  • (ελληνιστική κοινή) κάθετα, καθέτως, κατακόρυφα
    ※  4ος/5ος αιώνας κε Φιλοστόργιος, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, Αποσπάσματα στον Φώτιο, 3.10 @scaife.perseus
    Ὅτι κεῖσθαι τὸν παράδεισον οὗτος εἰκασίᾳ χρώμενος λέγει κατὰ τὰς ἰσημερίας τῆς Ἡοῦς, πρῶτον μὲν ἐξ ὧν τὰ πρὸς μεσημβρίαν δῆλά ἐστι πάντα οἰκούμενα σχεδὸν μέχρι τῆς ἔξω θαλάττης, ἣν θάλατταν ὀ ἥλιος ἤδη ξυμφλέγει καθέτως ἐπ᾿ αὐτῇ τὰς ἀκτῖνας ἐρείδων·

  Πηγές επεξεργασία