ortanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ortanto | ortantoj |
αιτιατική | ortanton | ortantojn |
ortanto (eo)
- (γεωμετρία) η κάθετος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ortanto | ortantoj |
αιτιατική | ortanton | ortantojn |
ortanto (eo)