Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτειχίζω < ελληνιστική κοινή προτειχίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πρό + τειχίζω < τεῖχος

  Ρήμα επεξεργασία

προτειχίζω (παθητική φωνή: προτειχίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προτειχίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προτειχίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.