προτειχίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροτειχίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προτειχίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτειχίζομαι | προτειχιζόμουν(α) | θα προτειχίζομαι | να προτειχίζομαι | ||
β' ενικ. | προτειχίζεσαι | προτειχιζόσουν(α) | θα προτειχίζεσαι | να προτειχίζεσαι | (προτειχίζου) | |
γ' ενικ. | προτειχίζεται | προτειχιζόταν(ε) | θα προτειχίζεται | να προτειχίζεται | ||
α' πληθ. | προτειχιζόμαστε | προτειχιζόμαστε προτειχιζόμασταν |
θα προτειχιζόμαστε | να προτειχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προτειχίζεστε | προτειχιζόσαστε προτειχιζόσασταν |
θα προτειχίζεστε | να προτειχίζεστε | (προτειχίζεστε) | |
γ' πληθ. | προτειχίζονται | προτειχίζονταν προτειχιζόντουσαν |
θα προτειχίζονται | να προτειχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προτειχίστηκα | θα προτειχιστώ | να προτειχιστώ | προτειχιστεί | ||
β' ενικ. | προτειχίστηκες | θα προτειχιστείς | να προτειχιστείς | προτειχίσου | ||
γ' ενικ. | προτειχίστηκε | θα προτειχιστεί | να προτειχιστεί | |||
α' πληθ. | προτειχιστήκαμε | θα προτειχιστούμε | να προτειχιστούμε | |||
β' πληθ. | προτειχιστήκατε | θα προτειχιστείτε | να προτειχιστείτε | προτειχιστείτε | ||
γ' πληθ. | προτειχίστηκαν προτειχιστήκαν(ε) |
θα προτειχιστούν(ε) | να προτειχιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προτειχιστεί | είχα προτειχιστεί | θα έχω προτειχιστεί | να έχω προτειχιστεί | προτειχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προτειχιστεί | είχες προτειχιστεί | θα έχεις προτειχιστεί | να έχεις προτειχιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προτειχιστεί | είχε προτειχιστεί | θα έχει προτειχιστεί | να έχει προτειχιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προτειχιστεί | είχαμε προτειχιστεί | θα έχουμε προτειχιστεί | να έχουμε προτειχιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προτειχιστεί | είχατε προτειχιστεί | θα έχετε προτειχιστεί | να έχετε προτειχιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προτειχιστεί | είχαν προτειχιστεί | θα έχουν προτειχιστεί | να έχουν προτειχιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτειχίζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- προτειχίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)