προτείχισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτείχισμα < αρχαία ελληνική προτείχισμα < προτειχίζω < τεῖχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροτείχισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του προτειχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτείχισμα
|
Δείτε επίσης : προτείχιση |
προτείχισμα ουδέτερο
|